- τριτεξάδελφος
- ο , τριτεξάδέλφη η троюродный брат, троюродная сестра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριτεξάδελφος — ο, θηλ. τριτεξαδέλφη, η, Ν τρίτος εξάδελφος, βαθμός συγγένειας ανάμεσα στα παιδιά τών δεύτερων εξαδέλφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εξάδελφος] … Dictionary of Greek